Σαράντα επτά χρόνια από την Πρωτομαγιά του 1976, τότε που, ξημερώματα Σαββάτου, ο αγωνιστής της Δημοκρατίας και τότε ανεξάρτητος βουλευτής Αλέξανδρος Παναγούλης βιώνει την τελευταία πράξη της πολυποίκιλης και ανατρεπτικής ζωής του. Το αμάξι του διασχίζει με μεγάλη ταχύτητα τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με κατεύθυνση τη Γλυφάδα, έχοντας από πίσω του ένα αυτοκίνητο που σχεδόν τον καταδιώκει.

Η τρελή καταδίωξη και το άδικο τέλος

Μπαίνοντας στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου η πίεση του άλλου αυτοκινήτου γίνεται μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα ο Παναγούλης να χάσει τον έλεγχο του Μιραφιόρι που οδηγεί, το οποίο στρίβοντας απότομα δεξιά προσγειώνεται μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης και καπνού στο γκαράζ ενός συνεργείου αυτοκινήτων. Ένας ταξιτζής με τον πελάτη του, που είναι οι πρώτοι που φτάνουν στο σημείο της σύγκρουσης, τον βρίσκουν βαριά τραυματισμένο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και στην προσπάθειά τους να τον βγάλουν έξω από αυτό, πεθαίνει στα χέρια τους βγάζοντας τρία «αχ»

Η πληροφορία που ακούγεται στην τηλεόραση ότι «…στην εξέταση αίματος που του έγινε αμέσως μετά το ατύχημα ανευρέθηκαν 57,5 χιλιοστά του γραμμαρίου οινοπνεύματος ανά μιλιλίτρο αίματος», παρότι είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια, εισάγει τη θεωρία της θανατηφόρου σύγκρουσης λόγω υπερβολικής ταχύτητας και μέθης.

Τα δημοσιεύματα της εποχής

Η οικογένεια του νεκρού μιλά από την πρώτη στιγμή για δολοφονία και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δίνει άμεση εντολή να γίνουν δεκτά όλα τα αιτήματά της, για συμμετοχή δύο Ιταλών μηχανικών στην εξέταση του αυτοκινήτου, για δύο νεκροψίες από Ιταλό καθηγητή που καλεί η οικογένεια και συμμετοχή του αδελφού του, Στάθη, στην προανάκριση.

Ο Τύπος της εποχής έγραψε ότι κάποιοι ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση, επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη δικτατορία. Τίποτα, όμως, δεν αποδείχθηκε και τα δημοσιεύματα παρέμειναν στο επίπεδο της εικασίας.