Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα !
Για την ημέρα της γυναίκας .
Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα !
Μάνα . Ξερακιανή, χήρα μαυροφόρα . Στη γωνιά, με σταυρωμένα τα χέρια να επιβλέπει και να παρατηρεί τα πάντα και τους πάντες .Αυστηρή και λιγομίλητη. Πιστός θεματοφύλακας των άγραφων οικογενειακών νόμων !
Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου

Ύβρις, να νυμφευτεί ο γιός ενόσω έχει αδερφάδες ανύπαντρες !
Αδερφές δύο. <<Προτεστάντισσες>>.
Στα νιάτα τους είχαν συνάψει άτυπο συμβόλαιο και νυμφεύτηκαν τον Κύριο.
Μοδίστρες καλές. Ράβαν ακριβά φορέματα και ιερατικά άμφια. Περάσαν τα χρόνια. Μπήκε στην αγορά το έτοιμο ρούχο. Το φως λιγόστευε, σύνταξη δεν περίμεναν από πουθενά.
Αθετώντας τη συμφωνία, χόρεψαν τον Ησαΐα με δόξα και τιμή .Οι γαμπροί με σύνταξη σε σκληρό νόμισμα. Η προίκα, προίκα!
Η μεγάλη πήρε το πάνω πάτωμα του διώροφου σπιτιού και η μικρότερη το κάτω. Η δεύτερη, έκανε τη φωλιά της σε άλλη πόλη και παραχώρησε το σπίτι να μένει ο αδερφός. Έτσι ο προστάτης τους βρέθηκε να φιλοξενείται στο ίδιο του το πατρικό!
Φύγανε τα <<κορίτσια>> κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός…
Ψηλός και λιπόσαρκος, είχε πάρει να σκευρώνει. Τα μαλλάκια του, υπακούοντας στο νόμο του χρόνου, γίνανε άσπρα, αραιά σύννεφα γύρω-γύρω στο κεφάλι και στη μέση γλόμπος. Βαριά γυαλιά-πατομπούκαλα.
Άχαρο πράγμα η μοναξιά .Άρχισαν και οι φίλοι, μπούρου – μπούρου…
-Παντρέψου ρε, να ζεσταθεί λιγάκι η ψυχούλα σου.
Τέλος πάντων, είπε κι ο Γιάννης να βάλει , έστω και αργά , το φουστάνι στη ζωή του!
Ανακάτεψε την τράπουλα, την έκοψε στο θέμα <<γυναίκα>> και του’ πεσε η Ντάμα –Ασήμω.
Χηρευάμενη! Τροφαντή, κάποιας ηλικίας, κατέφτασε στον Έπαχτο. Ίδιο καράβι φορτωμένο με τα μπαλκόνια της και τα μπερεκέτια της ! Διπλή σε κυβικά απ΄το Γιάννη!
Νοικοκυρά! Τον φρόντιζε, με το φαγάκι του το καλό, τα ρουχάκια του τα καθαρά, αλλά…
Να μην του λείπει ο δερβέναγας απ’ τη ζωή του!
Σήκω-κάτσε μια ζωή, ήταν εκπαιδευμένος σ’ αυτό το άθλημα και δεν πείραζε! Συμφωνούσε… Με όλες τους …Πράος άνθρωπος. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή του, ποτέ δεν αντιμίλησε, μόνο αυτή την φορά έπραξε ως άρρην.

Οι σχέσεις νύφης του κάτω πατώματος και κουνιάδας του άνω, δεν υπήρξαν ποτέ αρμονικές. Παρακατιανή η νύφη, <<χωριάτισσα>>. Βέρα Ναυπάκτια η κουνιάδα και οι συγκρούσεις συχνές. Κάτι σαν τα μικρά παιδιά !
Μια από τις πολλές φορές που ξεφώνιζαν, η πάνω απ’ το παράθυρο και η κάτω από το δρόμο -με τα χέρια στη μέση — ο Γιάννης, κατακόκκινος, χτυπώντας το στήθος του, πήρε το μέρος της συμβίας του και λέει στην αδερφή του:
-Πως τολμάς και μιλάς έτσι στη γυναί –κα μου , στο σπλά–χνο μου!
Είπε κι άλλα πολλά! Χείμαρρος, σα νά ‘ταν σπρωγμένος από μέσα του…
Επαναστάτης λοιπόν ο Γιάννης, αλλά με αιτία…
Ένας- ένας, πήραν την άγουσα για το τελευταίο σημείο συνάντησης. Τον Άι-Στέφανο.
Γίναν άσπρόμαυρες, χαμογελαστές φωτογραφίες στο προσκέφαλο του υπέρδιπλου, μαρμάρινου κρεβατιού τους .
Όμως πιστεύω πως ο δίκαιος κριτής, που μας τοποθετεί σε θέση ανάλογη με τα φερσίματά μας, θά ‘βαλε το Γιάννη, σε ξεχωριστό απαρτιμάν.
Έτσι, για να γλιτώσει επιτέλους από τις γυναίκες της ζωής του, χωρίς να υπακούει σε καμμιά τους πια!
Κυρίες…. Χρόνια μας πολλά!